Εκεί που κρύβονται τα όνειρα

 


Χαμογέλασε θλιμμένα κοιτάζοντας το ημερολόγιο 14 Φεβρουαρίου. Πόσα αλήθεια όνειρα στα παιδικά της χρόνια; Πόσες αλήθεια σκέψεις; Μια τέτοια μέρα, μια μέρα γιορτής θα έβγαινε στην παραλία δίπλα στη θάλασσα κι εκεί που ο αέρας θα έφερνε στο σώμα της την αύρα της μέσα από τα κύματα θα έβγαινε εκείνος πάνω στο άσπρο του άλογο και θα την σήκωνε στην αγκαλιά του φτάνοντάς την ως τ’ αστέρια.

Χρόνια αθωότητας, χρόνια που στο παραμύθι και στη ζωή μπορούσε κανείς να ταξιδέψει από το ένα στο άλλο.

Εκείνο το μικρό πλάσμα που νόμιζε πως τα πάντα είναι

“Zήσαμε εμείς καλά και αυτοί καλύτερα” μεγάλωσε και άρχισε να νιώθει πως οι ανοιχτές πόρτες γινότανε δύσκολες ανηφοριές και πολλές φορές οδηγούσαν αντί στο παραμύθι στον εφιάλτη.

Με τα χρόνια ζώντας τη ζωή πολεμώντας με δράκους και κακούς λύκους που βγήκανε έξω απ’ τα παραμύθια το όμορφο γλυκό κορίτσι έγινε γυναίκα, η δυνατή ψυχή που μπαινόβγαινε τις πόρτες απ’ τη ζωή στ’ όνειρο έχασε τον δρόμο του, κουράστηκε να περιμένει μπρος στα κύματα

τον πρίγκιπά της και αφέθηκε στα πρέπει, υπέκυψε στις δυσκολίες της ζωής και το παλάτι του παραμυθιού έγινε η φυλακή της.

Θαρρείς μικρές χάρτινες σαΐτες που πετούσε έξω από τα κάγκελα της φυλακής της δειλά, δειλά οι στίχοι και οι ρίμες της ψυχής της γίνανε ποιήματα, τα πρέπει της γίνανε διλήμματα και το δάκρυ, ο πόνος, η απόγνωση βρήκανε στέγη στις σελίδες των αναρτήσεών της που έγραφε στις σελίδες των τετραδίων της προσδοκώντας πως ίσως κάποτε να διαβαστούν κάνοντας την κοινωνία και τον κόσμο ολόκληρο να νιώσει την απόγνωσή της

Όταν η κοινωνία ψάχνει θύματα για να φορτώσει στην πλάτη τους τις δικές της αδυναμίες τότε μόνο εσύ μπορείς να βοηθήσεις τον εαυτό σου, τότε μόνο εσύ μπορείς να πεις

“Φτάνει πια” αρκεί να έχεις λόγο που ν’ αξίζει να το κάνεις.  

Η ζωή είναι δικαίωμα, δικαίωμα κάθε ψυχής και όταν νιώθεις πως φεύγει χωρίς αιτία και λόγο, έχεις υποχρέωση να βρεις τρόπο να βάλεις στην καθημερινότητά σου και τη φράση τα δικά μου θέλω.

Δεν ξέχασε ποτέ τον πρίγκιπα της κατά καιρούς του μιλούσε δάκρυζε και του ‘λεγε τον πόνο της, τις δύσκολες νύχτες έπεφτε στην αγκαλιά του και γαλήνευε τις φουρτούνες της ζωής, του κρατούσε το χέρι και πάλευε τους ανθρώπους γύρω της που σαν τα θηρία έπεφταν πάνω της να κατασπαράξουν κάθε ίχνος ονείρου, να της κλέψουν κάθε δικό της.

Πίστεψε πως η ζωή είναι έτσι, πως ότι ζει της αξίζει και δέχτηκε πως η χαρά και η ευτυχία υπάρχουν απλά σ’ έναν άλλον κόσμο ψεύτικο σ’ αυτόν που λένε ουτοπία.

Σ’ έναν κόσμο που υπάρχει μια άλλη γη όπως την έχει ονειρευτεί, τη γη του παραδείσου..

© Μαρία Πεπικίδου Γιάννης Παππάς